- μοργανατικός
- -ή, -όφρ. «μοργανατικός γάμος»(κοινων.) νομικά έγκυρος γάμος μεταξύ ενός άρρενος μέλους βασιλικού, πριγκιπικού ή ευγενικού οίκου και μιας γυναίκας λιγότερο ευγενικής καταγωγής ή από χαμηλότερη κοινωνική τάξη, με τον όρο ότι η σύζυγος δεν θα ανέλθει στην κοινωνική τάξη τού συζύγου και ότι τα παιδιά που θα γεννηθούν από τον γάμο αναγνωρίζονται ως νόμιμα αλλά δεν κληρονομούν τους κληρονομικούς τίτλους, το φέουδο και την επακόλουθη περιουσία τού πατέρα.επίρρ...μοργανατικώςμε μοργανατικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. morganatique < μσν. λατ. (martrimonium ad) morgan-aticum «δώρο που δίνει ο σύζυγος στη γυναίκα του την επομένη τού γάμου» < μσν. άνω γερμ. morgen < αρχ. άνω γερμ. morgan + λατ. -aticum].
Dictionary of Greek. 2013.